- ὀρύσσοντες
- ὀρύ̱σσοντες , ὀρύσσωdigpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλινθεύω — Α [πλίνθος] 1. χρησιμοποιώ χώμα για την κατασκευή πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», Ηρόδ.) 2. πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθουργώ 3. οικοδομώ, κατασκευάζω κτίσμα από πλίνθους 3. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα… … Dictionary of Greek